- μαχαιρίων
- μαχαίριονsurgeon'sneut gen plμαχαιρίωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] … Dictionary of Greek
Μαχαιρίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνα — Μαχαιρίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνα — μαχαιρίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνας — Μαχαιρίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνας — μαχαιρίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνος — Μαχαιρίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνος — μαχαιρίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek